- μελαναθὴρ
- μελᾰν-ᾰθὴρ σῖτος, ὁ,A dark kind of summer-wheat, Gp.3.3.11 (-αίθηρ Hsch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελαναθήρ — μελαναθήρ, έρος, ὁ (Μ) φρ. «μελαναθήρ σῑτος» είδος μαύρου σίτου που σπέρνεται κατά την άνοιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἀθήρ «το αγκάθι τού σταχιού»] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek